- καταπαύω
- (AM καταπαύω, Α και ποιητ. τ. καππαύω)1. παύω κάτι εντελώς, τερματίζω οριστικά, προκαλώ τον τελειωτικό τερματισμό, το σταμάτημα2. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω, γαληνεύω, καταπραύνω («κατέπαυσε τους πόνους»)3. (αμτβ.) ειρηνεύω, ησυχάζω4. (αμτβ.) σταματώ, τελειώνω, παύω εντελώςμσν.ξεκουράζομαι2. φθάνωαρχ.1. θέτω τέλος στη ζωή κάποιου, σκοτώνω κάποιον2. κατεβάζω κάποιον από την εξουσία, καθαιρώ3. καταργώ κάτι4. παύω κάποια ενέργειά μου, σταματώ από το να εργάζομαι, αναπαύομαι5. διακόπτω κάποιον από το να κάνει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.